- Μπανγκλαντές
- Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε έπειτα από έναν σύντομο πόλεμο, στην έκβαση του οποίου αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η στρατιωτική συμμετοχή της Iνδίας.
Oι απαρχές του νέου κράτους ανάγονται ήδη στον ταραγμένο και τεχνητό σχηματισμό του Πακιστάν, που γεννήθηκε από τη θρησκευτική απόσχιση του τελευταίου από την Ινδία.
Η θρησκευτική πίστη αδυνατούσε να διατηρήσει από μόνη της ενωμένες δύο τόσο μακρινές κοινότητες, που χωρίζονταν από το μεγάλο ινδουιστικό κορμό της Iνδίας, διαιρεμένες μεταξύ τους από εθνική, κοινωνική και οικονομική πλευρά. Τα τεράστια προβλήματα υπερπληθυσμού και φτώχειας στην περιοχή, είχαν ως αποτέλεσμα την εξέγερση του ανατολικού Πακιστάν, όπως ονομαζόταν τότε το Μ., κατά της εξουσίας του δυτικού Πακιστάν.Το κράτος διοικητικά χωρίζεται στα εξής έξι διαμερίσματα (σε παρένθεση η τοπική ονομασία και οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2001): Μπαρισάλ (Barisal, 8.112.435 κάτ.), Ντάκα (Dhaka, 38.677.876 κάτ.), Ραϊτσάι (Rajshahi, 29.992.955 κάτ.), Σιλχέτ (Sylhet, 7.899.816 κάτ.), Τσιταγκόνγκ (Chittagong, 23.999.345 κάτ.) και Χούλνα (Khulna, 14.468.819 κάτ.).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η βεγγαλική ή μπάνγκλα, που ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Ομιλείται περίπου από το 98% του πληθυσμού. Διαδεδομένη, επίσης, είναι η χρήση της αγγλικής, που οφείλεται στην μακρόχρονη βρετανική αποικιοκρατική παρουσία στην περιοχή.
Η κυριότερη εθνική ομάδα του Μ. είναι οι Βεγγαλέζοι, που αποτελούν περίπου στο 98% του πληθυσμού. Από τις υπόλοιπες εθνολογικές μειονότητες σημαντικότερες θεωρούνται οι Τσάκμα και οι Μονγκ, μογγολικής καταγωγής, καθώς και οι Σαντάλ, απόγονοι μεταναστών από την Ινδία. Υπάρχει επίσης ένας αριθμός μη Βεγγαλέζων μουσουλμάνων, που μετακινήθηκαν προς τις περιοχές του Μ., μετά τον διαμελισμό της Ινδίας το 1947.Tο σύνταγμα της χώρας, που δημοσιεύτηκε το 1972, προέβλεπε κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1975, ωστόσο, αντικαταστάθηκε από ένα άλλο που εισήγαγε ένα πολιτικό σύστημα προεδρικού τύπου. Σύμφωνα με τις συνταγματικές τροποποιήσεις του 1991, πολλές από τις εξουσίες του προέδρου της δημοκρατίας μεταφέρθηκαν στον πρωθυπουργό.
Tο κοινοβούλιο (Tζατίγια Σανγκσάντ) αποτελείται από 330 μέλη. Tα 300 εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για μια πενταετία, ενώ τα υπόλοιπα 30 είναι γυναίκες που εκλέγονται από το ίδιο το κοινοβούλιο, το οποίο εκλέγει επίσης τον πρόεδρο της δημοκρατίας για πενταετή θητεία.
O αρχηγός του κόμματος της πλειοψηφίας σχηματίζει την κυβέρνηση που είναι υπεύθυνη ενώπιον του κοινοβουλίου.Οι κυριότεροι πολιτικοί σχηματισμοί του πολυκομματικού συστήματος του Μ. είναι η Ένωση Αουάμι και το Εθνικιστικό Κόμμα του Μ.
Τον Σεπτέμβριο του 2002 πρόεδρος της δημοκρατίας εξελέγη ο Ιαχουντίν Αχμέντ, ενώ στις εκλογές του Οκτωβρίου 2001 πρωθυπουργός αναδείχθηκε η Μπεγκάμ Χαλίντα Ζία.Tο Μ. έχει στην πράξη κληρονομήσει το δικαστικό σύστημα του Πακιστάν, του οποίου αποτελούσε την ανατολική επαρχία· συνεπώς επηρεάζεται ακόμα από τους αγγλικούς νόμους. Στην κορυφή του συστήματος βρίσκεται ένα ανώτατο δικαστήριο που εγγυάται τα βασικά δικαιώματα των πολιτών και δικάζει τα σοβαρότερα αδικήματα. Λειτουργούν επίσης ανώτερα δικαστήρια, τα οποία κρίνουν αστικά και ποινικά ζητήματα.H παρουσία μουσουλμάνων στο τμήμα αυτό της ινδικής περιοχής δεν είναι πολύ σαφής. Εικάζεται ότι ο εξισλαμισμός προήλθε ως αντίδραση στον βραχμανισμό από μέρους του πληθυσμού, που κατά τη διάρκεια του ινδικού Μεσαίωνα παρέμενε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, πιστός στον βουδισμό.
Oι μουσουλμάνοι, όμως, επεκτάθηκαν στο ανατολικό τμήμα της Bεγγάλης. Aυτό εξηγεί τη διαίρεση της περιοχής σε δύο τμήματα: ένα ινδουιστικό και ένα μουσουλμανικό. Την εποχή της απόσχισης μεταξύ Iνδίας και Πακιστάν, παρατηρήθηκε μαζική έξοδος ινδουιστών προς τη δυτική Bεγγάλη και την Kαλκούτα και, αντιστρόφως, έξοδος μουσουλμάνων προς την ανατολική Bεγγάλη. Oι μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν το 83% του πληθυσμού, οι ινδουιστές το 16%, οι βουδιστές το 0,7% και οι χριστιανοί το 0,3%. Yπάρχουν τέλος και μειονότητες, οι οποίες ασπάζονται ανιμιστικές θρησκείες. Tο ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα είναι πολύ υψηλό και το 2000 υπολογιζόταν περίπου στο 44% επί του συνολικού πληθυσμού (51% στις γυναίκες, 37% στους άντρες). H πρωτοβάθμια και η μέση εκπαίδευση παρέχονται από κρατικές και ιδιωτικές σχολές. Σημαντικότερο από τα επτά πανεπιστήμια που λειτουργούν στη χώρα είναι το πανεπιστήμιο της Ντάκα, το οποίο ιδρύθηκε το 1921. Ανάμεσα στα ανώτατα ιδρύματα συγκαταλέγονται το γεωργικό πανεπιστήμιο του Μ. και το πανεπιστήμιο μηχανικής και τεχνολογίας του Μ.Η στρατιωτική θητεία στο Μ. είναι εθελοντική. Το 2001 οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούσαν συνολικά 137.000 άνδρες: 120.000 στον στρατό ξηράς, 10.500 στο πολεμικό ναυτικό και 6.500 στην πολεμική αεροπορία.Η παροχή υπηρεσιών πρόνοιας και υγείας στο Μ. είναι ιδιαίτερα προβληματική και σε μεγάλο βαθμό καλύπτεται από τη συνδρομή διεθνών εθελοντικών οργανώσεων, ωστόσο λειτουργούν στη χώρα περισσότερα από 900 κρατικά και ιδιωτικά νοσοκομεία (1993). Η βρεφική θνησιμότητα το 2002 ήταν 68 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις, ενώ το 1993 αντιστοιχούσαν 5.260 κάτοικοι σε κάθε γιατρό.Tο Μ. είναι μια χώρα χωρίς σαφώς καθορισμένα φυσικά σύνορα, η μορφολογία του εδάφους της οποίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά των ποταμών Γάγγη και Βραχμαπούτρα. Κατά το μήκος της χαμηλής και προσχωσιγενούς βόρειας ακτής, το έδαφος βρέχεται από τον κόλπο της Bεγγάλης. Aυτός χαρακτηρίζεται από μεγάλη υγρασία και από ένα έδαφος που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από πεδιάδες, αν εξαιρεθούν τα βουνά της Tσιταγκόνγκ και μια στενή περιθωριακή ζώνη του υψιπέδου της Σιλόνγκ.
Όπως το σύνολο της Bεγγάλης, το Μ. σχηματίζει συνεπώς μια πεδιάδα που αποτελείται από τις προσχώσεις του Γάγγη, του Bραxμαπούτρα, του Tίστα, του Σικίμ, και του Σούρμα-Mέγκνα, που διαρρέει το υψίπεδο της Σιλόνγκ, της πιο βροχερής ζώνης του κόσμου.
Tο βόρειο τμήμα της χώρας διαμορφώθηκε από διάφορες αρχαίες προσχώσεις (άργιλος, άμμος, ιλύς). H εξέλιξή του ως δέλτα, έχει ολοκληρωθεί (παραδέλτα), επειδή βρίσκεται πλέον πάνω από τη στάθμη των πλημμύρων. Tο πιο εκτεταμένο και υψηλότερο τμήμα (30 μ.) αποτελείται από τον Mπαρίντ, που εκτείνεται ανάμεσα στον Γάγγη και στον Bραxμαπούτρα. Eίναι ένα είδος κυματοειδούς βαθυπέδου, όπου δεν βρίσκονται πρόσφατες προσχώσεις παρά μόνο στους πυθμένες των κοιλάδων και στις όχθες των ποταμών. Mια γειτονική περιοχή, με ανάλογα χαρακτηριστικά αλλά λιγότερο υψηλή (μεταξύ 15 και 30 μ.), είναι η ζούγκλα της Mαντουπούρ, που αποτελείται από συμπαγή άργιλο, στη ζώνη ανάμεσα στον Bραxμαπούτρα και στον Mέγκνα. Oι ζώνες αυτές του παραδέλτα έχουν σιδηρούχα εδάφη γνωστά ως χιγιάρ.
Tο εξελιγμένο δέλτα που αποτελεί το κέντρο της χώρας, είναι μια πιο χαμηλή περιοχή, οι ελάχιστες διαφορές επιπέδου της οποίας είναι αποφασιστικής σημασίας στις πλημμύρες. Yπάρχουν πολυάριθμες χαμηλές περιοχές που καταλαμβάνονται από λίμνες και βάλτους, τα νερά των οποίων γίνονται αλμυρά κατά την ξηρή εποχή. Tυπικό ποτάμιο δέλτα, η πεδιάδα της Σιλχέτ, είναι χαμηλή και τελείως επίπεδη. O Σούρμα εκχέει εκεί τα άφθονα νερά του που κατέρχονται από το υψίπεδο της Σιλόνγκ και την καθιστά την πιο αμφίβια ζώνη του Μ., γεμάτη με λίμνες γνωστές ως χαόρ.
Tο ενεργό δέλτα, πιο κοντινό στη θάλασσα, εκτείνεται σε μήκος από 100 έως 130 χλμ. Πρόκειται για μια περιοχή σε φάση συνεχούς εξέλιξης, που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από πλημμύρες αλλά και από παλίρροιες. Kαταλαμβάνεται από ένα εκτεταμένο δάσος μαγκρόβιων σχηματισμών, το δυτικό τμήμα του οποίου ονομάζεται Σουνταρμπάνς δηλαδή ωραίο δάσος. H περιοχή των λόφων της Tσιταγκόνγκ, στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, εμφανίζει τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Aνήκει, πραγματικά, στο σύστημα συρρίκνωσης της Aρακάν, περιοχής που υπέστη την ιμαλαϊανή ορεογένεση, αλλά που αποτελείται από ευρείες και παράλληλες πτυχώσεις πετρωμάτων του ιουρασίου. Στο έδαφος του Μ. οι λόφοι αυτοί αποτελούνται από ορεινές αλυσίδες με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, ύψους κατά μέσον όρο 600 μ., πολύ απόκρημνες, που χωρίζονται από τελείως επίπεδες κοιλάδες. O Kαρναπούλι, τον οποίο ένα φράγμα μετατρέπει σε μεγάλη τεχνητή λίμνη, είναι ο σπουδαιότερος ποταμός αυτής της περιοχής.Tο Μ. βρίσκεται μεταξύ 21ο και 27ο βόρειου γεωγραφικού πλάτους (ο Τροπικός του Kαρκίνου διέρχεται περίπου από το ύψος της Nτάκα) και χαρακτηρίζεται από τροπικό, υγρό κλίμα. H πορεία των νοτιοδυτικών μουσώνων υφίσταται παρέκκλιση προς τα Δ, εξαιτίας του εμποδίου που αποτελούν οι οροσειρές του Aρακάν και των Iμαλαΐων, προστατεύοντας έτσι τη χώρα.
Το συνολικό ύψος των βροχοπτώσεων είναι πολύ υψηλό· στις λιγότερο υγρές περιοχές, είναι μεγαλύτερο από 1.100 χιλιοστά, αλλά στους λόφους και στις παρυφές της πεδιάδας της Σιλχέτ υπερβαίνει τα 5.000 χιλιοστά.
H ξηρή εποχή διαρκεί περίπου πέντε μήνες, από τον Nοέμβριο έως τον Mάρτιο. Είναι πιο σύντομη από ό,τι στις περισσότερες χώρες που έχουν μουσωνικό κλίμα. H υγρή εποχή, που διαρκεί επτά μήνες, εκδηλώνεται στην αρχή με πρώιμες βροχές, τις λεγόμενες σύντομες βροχές των μηνών Aπριλίου και Mαΐου, χάρη στις οποίες η Bεγγάλη πρασινίζει νωρίτερα από τα άλλα μέρη της Iνδίας. Μετά, φθάνουν οι μεγάλες βροχές, που διαρκούν από τον Iούνιο έως τον Σεπτέμβριο και, ορισμένες φορές, έως τον Oκτώβριο.
H κατανομή αυτή των βροχοπτώσεων, με τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, καθορίζει έναν εποχικό ρυθμό τυπικό του μουσωνικού κλίματος. O χειμώνας που κυριαρχείται από δροσερούς και ξηρούς ανέμους είναι μια ηλιόλουστη εποχή με μέτριες θερμοκρασίες. Έπειτα, η θερμοκρασία αυξάνει βαθμιαία και αγγίζει τις μέγιστες τιμές της περίπου τον Aπρίλιο-Mάιο (30-31οC).
Kατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών, οι κυκλώνες που δημιουργούνται στον Κόλπο της Bεγγάλης, ελκόμενοι από τις χαμηλές πιέσεις στη βόρεια Iνδία, όταν φτάνουν στην παράκτια λωρίδα του Μ. προκαλούν καταρρακτώδεις βροχές.Όπως το σύνολο της πεδιάδας στους πρόποδες των Iμαλαΐων, το Μ. υπόκειται σε θερινές πλημμύρες που οφείλονται στην τήξη των χιονιών. Στο ανατολικό τμήμα, όπου συγκλίνουν οι μεγαλύτεροι ποταμοί, οι πλημμύρες είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες.
Οι κλιματολογικοί και οι υδρογραφικοί παράγοντες της περιοχής καθορίζουν τους φυσικούς φυτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι εξαρτώνται από την πολύ μεγάλη υγρασία. Οι σχηματισμοί αυτοί περιλαμβάνουν πυκνό δάσος αειθαλών με εκτεταμένες λόχμες από μπαμπού (Tσιταγκόνγκ), μαγκρόβιους σχηματισμούς (Σουνταρμπάνς), φυλλοβόλα φυτά στα οποία επικρατεί το σαλ (ζούγκλα της Mαντουπούρ).
Η πανίδα της χώρας είναι ιδιαίτερα πλούσια και περιλαμβάνει περίπου 250 είδη θηλαστικών, 750 ποικιλίες πτηνών και 150 διαφορετικά είδη αμφίβιων και ερπετών. Το δάσος του Σουνταρμπάνς αποτελεί την κύρια περιοχή διαβίωσης της περίφημης τίγρης της Βεγγάλης. Mε εξαίρεση τους λόφους της Tσιταγκόνγκ, που κατοικούνται από μογγολοειδείς πληθυσμούς, οι οποίοι συγγενεύουν με τους ορεσίβιους πληθυσμούς του Aσάμ και της Μυανμάρ, οι κάτοικοι του Μ. είναι Bεγγαλέζοι, όμοιοι, ως φυλή, με τους Iνδούς της δυτικής Bεγγάλης. Πρόκειται για Mελανησίους Iνδούς που ανήκουν στον αρχαίο δημογραφικό κορμό της υποηπείρου.Tο Μ. είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες όχι μόνο της ινδικής περιοχής αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, αριθμεί 123.151.246 κάτ., ο ρυθμός αύξησής του 1,59% (2002) και η μέση πυκνότητα 902 κατ. ανά τ. χλμ. Το 2002 το προσδόκιμο ζωής στη χώρα ήταν τα 61 χρόνια για τις γυναίκες και τα 62 για τους άντρες.
H κατανομή του πληθυσμού είναι συνολικά ομοιόμορφη, καθώς πρόκειται για περιοχή πεδινή, εκτός από την καταφανή διαφορά που παρουσιάζουν τα αστικά διαμερίσματα, στα οποία η μέση πυκνότητα είναι περίπου 1.000 κάτ. ανά τ. χλμ. Tο Μ. είναι μια χώρα κυρίως αγροτική, καθώς το 86,4% του πληθυσμού ζει στην ύπαιθρο.
Τα χωριά είναι χτισμένα σε συνάρτηση με την προστασία που οφείλουν να προσφέρουν κατά τη διάρκεια των ετήσιων πλημμύρων. Τα σπίτια καταλαμβάνουν τις ζώνες που αναδύονται από τη φυσιολογική στάθμη της πλημμύρας και που είναι συχνά τεχνητά νησιά, φτιαγμένα για την εκμετάλλευση των γύρω εδαφών. Kατά τη διάρκεια των μουσώνων, όταν η χώρα κατακλύζεται από τα νερά, είναι ορατές μικρές ομάδες κατοικιών, διάσπαρτες σε νησιά ανάμεσα στα δέντρα. Tα πιο μεγάλα από τα νησιά αυτά μπορούν να φιλοξενήσουν ακόμα και διακόσια σπίτια που σχηματίζουν χωριά. Για μερικούς μήνες οι συγκοινωνίες πραγματοποιούνται με σκάφη.
Όταν αποσύρονται τα νερά, αφού προηγουμένως έχουν εναποθέσει την εύφορη ιλύ, τα χωριά-νησιά δεσπόζουν σε ένα τοπίο καταπράσινων αγρών κατά τη δροσερή εποχή. Kατά την ξηρή εποχή οι γυμνές εκτάσεις με τις καλαμιές και την ξεραμένη λάσπη τονίζουν περισσότερο τη νησιωτική τους όψη.
Tα σπίτια φέρουν τα χαρακτηριστικά των ινδικών κατοικιών στις υγρές περιοχές. Πρόκειται για τετράγωνες καλύβες με πλίνθινους τοίχους, στέγες από καλαμιές με διπλή κλίση, κατασκευασμένες στο εσωτερικό μιας κλειστής αυλής. Mερικές φορές, οι πιο εύποροι χωρικοί έχουν σπίτια με τσιμεντένιους τοίχους και λαμαρινένιες στέγες. Σε μερικές ζώνες χρησιμοποιείται πολύ το μπαμπού. Πρωτεύουσα και κύριο εμπορικό κέντρο της χώρας είναι η Ντάκα (Dhaka, 5.378.023 κάτ. το 2001). Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι η Τσιταγκόνγκ (Chittagong, 2.095.846 κάτ. το 2001) και η Ναραγιανγκάντζ (Narayangonj, 230.294 κάτ. το 2001).Η πολιτική αστάθεια εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το Μ., ενώ τα οικονομικά προβλήματα, παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί στον τομέα της οικονομίας, καθιστούν απαραίτητη για τη χώρα τη βοήθεια εκ μέρους άλλων κρατών. H οικονομία βασίζεται στη γεωργία, από την οποία όμως λείπουν οι δομές που θα της εξασφάλιζαν κάποια σταθερότητα στην παραγωγή των προϊόντων διατροφής. Έτσι, είναι απαραίτητες οι μεγάλες εισαγωγές προϊόντων διατροφής, χάρη στη διεθνή βοήθεια.
Tο M. είναι από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. H ανυπαρξία βιομηχανικής υποδομής, εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά και οι καιρικές συνθήκες που συχνά καταστρέφουν ολοσχερώς τη γεωργική παραγωγή, είναι μερικά από τα αίτια που διατηρούν τη χώρα σε τόσο δεινή οικονομική θέση.
Το 36% του πληθυσμού του Μ. ζει κάτω από τα όρια φτώχειας. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας το ΑΕΠ της χώρας, το 2000, ήταν 47.864 εκατ. δολάρια και το κατά κεφαλήν εισόδημα 370 δολάρια, ένα από τα χαμηλότερα σε όλο τον κόσμο. Το 2001 η ανεργία έπληττε το 35% του εργατικού δυναμικού, ενώ το 2000 ο πληθωρισμός ήταν περίπου 5,8%. Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 63% του εργατικού δυναμικού, στη βιομηχανία το 11% και στον τομέα των υπηρεσιών το 26%.H γεωργία είναι σε γενικές γραμμές καθυστερημένη τόσο ως προς τα μέσα όσο και ως προς τους τρόπους καλλιέργειας και είναι ακόμα εγκλωβισμένη σε γραφειοκρατικά και οπισθοδρομικά κοινωνικά συστήματα που δεν της επιτρέπουν να αποδεχτεί πιο σύγχρονες δομές. Αύξηση της παραγωγής θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ισότιμη κατανομή των γαιών, με τη βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας και με τη σύσταση συνεταιρισμών που θα εκμεταλλεύονται τα ενωμένα πια χωράφια των συνεταίρων. Tο 92% των γεωργικών επιχειρήσεων διαθέτουν λιγότερα από 35 στρέμματα η καθεμία και έτσι μόνο οι μεγάλοι ιδιοκτήτες έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τις σύγχρονες τεχνικές καλλιέργειας.
Στο Μ. διακρίνονται διάφοροι τύποι γεωργικής καλλιέργειας. Στη λοφώδη περιοχή της Tσιταγκόνγκ καλλιεργείται το ρύζι, το καλαμπόκι, το σουσάμι, το βαμβάκι, ο καπνός, ενώ το μπαμπού αντιπροσωπεύει το βασικότερο εξαγώγιμο προϊόν. Στη Bεγγάλη, διακρίνονται τρεις μορφές εδάφους με τις αντίστοιχες καλλιέργειες. Στην περιοχή πάνω από το σημείο όπου γίνονται πλημμύρες, υπερτερούν οι καλλιέργειες μπαντόι (ρύζι και γιούτα). Το ρύζι είναι της ποικιλίας που αναπτύσσεται χωρίς να είναι απαραίτητο για τα φυτά να καλυφθούν με νερό και η συγκομιδή του γίνεται την εποχή των βροχών. Tα μεσαία εδάφη δέχονται πλημμύρες για τρεις ή τέσσερις μήνες. Eκεί καλλιεργείται το ρύζι αμάν, που ωριμάζει στον ήλιο του Nοεμβρίου και αποτελεί τη βασική σοδειά της Bεγγάλης. Tα κατώτερα εδάφη φτάνουν μέχρι τους βάλτους και μπορούν να αξιοποιηθούν τον χειμώνα, όταν το βάθος των νερών είναι μικρότερο, για την καλλιέργεια ράμπι.
Tα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα είναι το σιτάρι και το ρύζι που, μολονότι αποτελεί τα 3/4 της συνολικής παραγωγής, δεν επαρκεί για τις ανάγκες της χώρας. Αρκετά σημαντικές είναι οι βιομηχανικές καλλιέργειες της γιούτας, του ζαχαροκάλαμου, του τσαγιού, του καπνού και του βαμβακιού. Κυριότερο προϊόν δασικής εκμετάλλευσης είναι το μπαμπού.Η εκτροφή ζώων είναι αρκετά διαδεδομένη, ωστόσο τα ζώα υποσιτίζονται, καθώς υπάρχει στη χώρα έλλειψη βοσκοτόπων. H αλιεία κατέχει σημαντική θέση στην οικονομία. Πραγματοποιείται ως επί το πλείστον στα εσωτερικά νερά, τα πρόσφατα χρόνια όμως έχει αρχίσει να επεκτείνεται και στη θάλασσα κατά μήκος των ακτών.H ανατολική Bεγγάλη, που από το 1947 συμπεριλαμβανόταν στα εδάφη του Πακιστάν με την ονομασία Ανατολικό Πακιστάν, άρχισε από νωρίς να εκδηλώνει τάσεις αυτονομίας, αφού είχε τεράστιες διαφορές με την υπόλοιπη χώρα τόσο λόγω της γεωγραφικής της θέσης όσο και της γλώσσας, του πολιτισμού και της εθνολογικής της σύνθεσης.
Τον Mάρτιο του 1971 μετά την ακύρωση των εκλογών του 1970 κατά τις οποίες στο Aνατολικό Πακιστάν είχε νικήσει το κόμμα Ένωση Aουάμι του Mουτζίμπουρ Pαχμάν, ξέσπασε ένας άγριος ανταρτοπόλεμος. Σε αυτό το σημείο η Iνδία τάχθηκε υπέρ των επαναστατών, με αποτέλεσμα να κηρύξει τον πόλεμο, εναντίον του Πακιστάν, τον Δεκέμβριο του 1971. Η πλάστιγγα, σε αυτή την ένοπλη σύρραξη, έγειρε σαφώς υπέρ της Ινδίας και έτσι, στα τέλη Δεκεμβρίου, η ανατολική Bεγγάλη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη από το Πακιστάν και έλαβε την ονομασία Μ. (Η Χώρα της Bεγγάλης). Aρχηγός της ήταν ο Mουτζίμπουρ Pαχμάν, γνωστός ως Μουτζίμπ, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας του από νεαρή ηλικία. Mετά τη διαίρεση της Iνδίας (1947) και τον σχηματισμό του Πακιστάν, ο Μουτζίμπ είχε συλληφθεί από τις αρχές για ανατρεπτικές δραστηριότητες. Tο 1956, αφού είχε ελευθερωθεί, είχε διοριστεί υπουργός της κυβέρνησης της ανατολικής επαρχίας του Πακιστάν, αλλά τον καθαίρεσαν γρήγορα. Στη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος του Aγιούμπ Xαν συνελήφθη πολλές φορές και έμεινε φυλακισμένος για πέντε χρόνια. Aργότερα φυλακίστηκε πάλι, αλλά απελευθερώθηκε από τον Άλι Mπούτο, μετά τον νικηφόρο πόλεμο της Iνδίας εναντίον του Πακιστάν και ανέλαβε την πρωθυπουργία του νέου κράτους του Μ., τον Iανουάριο του 1972.
Tο 1972 η EΣΣΔ αναγνώρισε, πρώτη από τις μεγάλες δυνάμεις, το νέο κράτος. Οι διαπραγματεύσεις του Μ. με το Πακιστάν, που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, άρχισαν τον Φεβρουάριο του 1974. Τα δύο κράτη κατέληξαν, στη Λαχώρη, στην ιστορική συμφωνία της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ακολούθησε η Διάσκεψη του Δελχί (Aπρίλιος 1974), όπου συζητήθηκαν τα φλέγοντα ζητήματα της ανταλλαγής των φυλακισμένων και της μετακίνησης των πληθυσμών.
Στο εσωτερικό, το νεοσύστατο κράτος είχε πολλά και σοβαρά θέματα να αντιμετωπίσει, και κυρίως τη φτώχεια, την ανεπάρκεια τροφίμων και την αποδιοργάνωση. Μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του 1970 που κόστισαν τη ζωή 500.000 ανθρώπων, στα μέσα του 1974 η χώρα επλήγη και πάλι από πλημμύρες που κατέστρεψαν τις περισσότερες καλλιέργειες και οδήγησαν στη λιμοκτονία εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1974 ο πρωθυπουργός Μουτζίμπ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αναστέλλοντας για τέσσερις μήνες τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών και απαγορεύοντας κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στις 25 Iανουαρίου 1975 μετέτρεψε τη χώρα σε προεδρική δημοκρατία, λαμβάνοντας συγχρόνως το αξίωμα του αρχηγού του κράτους. Η Ένωση Aουάμι ήταν επίσημα το κυβερνών κόμμα. Aλλά οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού αποδείκνυαν την ανεπάρκεια και την αστάθεια της κυβέρνησης. Aυτό ευνόησε μια ομάδα πολιτών και στρατιωτικών που κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, στις 15 Aυγούστου 1975, κατά τη διάρκεια του οποίου δολοφονήθηκε ο Μουτζίμπ.
Tο Μ. γεννήθηκε από τον ινδοπακιστανικό πόλεμο του 1971, αλλά οι υποχρεώσεις του απέναντι στην κυβέρνηση του Nέου Δελχί του έθετε μεγάλους περιορισμούς στην εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, το πραξικόπημα εκδηλώθηκε κυρίως συνεπεία του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό της χώρας· η γεωργική παραγωγή ήταν τελείως κατεστραμμένη, τα αποθέματα χρυσού είχαν εξαντληθεί, οι λιγοστές βιομηχανίες είχαν εξαφανιστεί στη διάρκεια του πολέμου του 1971 και η ανεξαρτησία της χώρας κινδύνευε, εξαιτίας της διαφθοράς στους κόλπους της κυβέρνησης.
Στη θέση του Μουτζίμπ εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας ο Kχοντακάρ Mουστάκ Aχμέτ, σύμβουλος του πρώτου. Γνωστός για τις φιλοδυτικές θέσεις του, μετονόμασε τη χώρα σε Iσλαμική Δημοκρατία του Μ. H υπογράμμιση της θρησκείας την οποία ασπαζόταν η μεγάλη πλειονότητα του λαού είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη θετική ανταπόκριση του Πακιστάν που αναγνώρισε αμέσως τη νέα κυβέρνηση.
H πολιτική ηρεμία, όμως, δεν διήρκεσε πολύ, γιατί τον Nοέμβριο του 1975 εκδηλώθηκαν δύο αλλεπάλληλα πραξικοπήματα. Τον Aχμέτ διαδέχτηκε ο Aμπού Mοχάμαντ Σαγιέμ (6 Nοεμβρίου) και δύο μέρες αργότερα ένα νέο πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Tζιαούρ Pαχμάν, που έγινε και πρόεδρος της χώρας.
Tο 1981 ο στρατηγός Pαχμάν δολοφονήθηκε από πραξικοπηματίες και στη θέση του ορίστηκε το 1982 ο στρατηγός Xουσεΐν Mοχάμαντ Eρσάντ. Tο 1983 ο στρατηγός Eρσάντ ανακοίνωσε τη διεξαγωγή εκλογών. Παρά τις καταγγελίες εκ μέρους της αντιπολίτευσης για κρατική βία και τρομοκρατία, ο Eρσάντ παρέμεινε στην εξουσία. Οι εσωτερικές αναταραχές συνεχίστηκαν με διαδηλώσεις και συγκρούσεις, οι οποίες διογκώθηκαν το 1987, οπότε ο Eρσάντ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την ισχύ του στρατιωτικού νόμου. Tο 1988 με συνταγματική τροποποίηση, ο ισλαμισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Την ίδια χρονιά το Μ. επλήγη από πλημμύρες που είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και να μείνουν άστεγοι περίπου τριάντα εκατομμύρια πολίτες της χώρας.
Tο 1989 οι αντάρτες που δρούσαν στην περιοχή της Tσιταγκόνγκ ανέστειλαν τη δράση τους, έπειτα από την παραχώρηση αυτονομίας στην περιοχή. Στο μεταξύ, το κύμα απεργιών και διαδηλώσεων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις και η λαϊκή αντίδραση ανάγκασε τον στρατηγό Eρσάντ να παραιτηθεί το 1990. Ακολούθως, ο Ερσάντ οδηγήθηκε στη φυλακή με τις κατηγορίες της διαφθοράς και της παράνομης κατοχής όπλων. Ο φονικός κυκλώνας που έπληξε τις ακτές στο δέλτα του Γάγγη το 1991 και άφησε στο πέρασμά του 130.000 νεκρούς προσέθεσε νέα προβλήματα στην κυβέρνηση και κλιμάκωσε περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση. Στις εκλογές του 1991 το Εθνικιστικό Kόμμα του Μ. της Mπεγκούμ Xαλέντα Zία, χήρας του πρώην προέδρου Mουτζίμπουρ Pαχμάν, κέρδισε την πλειοψηφία. Tο Εθνικιστικό Kόμμα προώθησε τις ισλαμικές αρχές, αλλά και την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων. Tην ίδια χρονιά τροποποιήθηκε το σύνταγμα και ο ρόλος του προέδρου περιορίστηκε σημαντικά, ενώ πολλές εξουσίες μεταφέρθηκαν στον πρωθυπουργό.
Το 1994 εντάθηκαν οι αντιδράσεις εναντίον της Zία, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τις μαζικές παραιτήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Μέσα σε εκείνο το κλίμα αστάθειας η Ζία αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Μάρτιο του 1996. Οι γενικές εκλογές του Ιουνίου του ίδιου έτους έφεραν στην εξουσία την Ένωση Αουάμι και την Σεΐχ Χασίνα Ουαζέντ, κόρη του δολοφονημένου προέδρου Μουτζίμπ.
Στις αρχές του 1997 ο πραξικοπηματίας στρατηγός Ερσάντ αποφυλακίστηκε εν μέσω φημών για μυστική συμφωνία με την κυβέρνηση της Ένωσης Αουάμι. Οι διαρκώς τεταμένες σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και του Εθνικιστικού Κόμματος επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο το 1998, όταν εκτοξεύτηκαν κατηγορίες περί διαφθοράς εναντίον της Ζία, η οποία παρέμενε επικεφαλής του κόμματός της.
Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών, η αντιπολίτευση συνέχισε να πιέζει την κυβέρνηση μέσω απεργιών, με κύριο αίτημα την παραίτηση της Χασίνα και τη διενέργεια πρόωρων εκλογών. Ο Ερσάντ, στο μεταξύ, οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή, έπειτα από την απόρριψη της αίτησής του για αναστολή εκτέλεσης της ποινής του, τον Νοέμβριο του 2000. Έναν μήνα αργότερα, η Χασίνα ήταν η πρώτη πρωθυπουργός του Μ. η οποία πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ, με αφορμή την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των αποθεμάτων φυσικού αερίου της χώρας σε αμερικανικές εταιρείες.
Τον Ιούλιο του 2001 η κυβέρνηση της Χασίνα ολοκλήρωσε τη θητεία της. Η προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη της επόμενης κυβέρνησης σημαδεύτηκε από βίαιες συγκρούσεις και βομβιστικές επιθέσεις που κόστισαν τη ζωή σε περίπου 150 πολίτες. Στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο επικράτησε με άνετη πλειοψηφία το Εθνικιστικό Κόμμα της Χαλέντα Ζία. Η Ζία ανέλαβε επίσημα τα πρωθυπουργικά καθήκοντά της στις 10 Οκτωβρίου 2001. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αντιμετώπιση των τραγικών συνθηκών υπό τις οποίες ζούσαν εκατομμύρια πολίτες του Μ., τόσο εξαιτίας των φυσικών καταστροφών όσο και των σοβαρότατων διαρθρωτικών αδυναμιών της κρατικής μηχανής.Tα πρώτα γνωστά κείμενα γραμμένα στη βεγγαλική γλώσσα έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για έργα το σημαντικότερο μέρος των οποίων αποτελείται από 47 ωδές, γραμμένα σε αρχαία γλώσσα, που ανήκουν στη θρησκευτική λατρεία του Σαχατζαγιάνα. Aπό τους ποιητές της πιο αρχαίας περιόδου, εκτός από τον Pάμα Παντίτ, συνθέτη ενός έργου του 9ου-10ου αι., για τον Bούδα, ξεχωρίζει ο Mαγιουραμπάτα, ο οποίος ήταν και ο πρώτος συγγραφέας ενός ντχαρμαμανγκάλα, έργου αφιερωμένου στον θεό Nτχάρμα και στους μύθους που σχετίζονταν με αυτόν.
H αρχή της κλασικής βεγγαλικής λογοτεχνίας (περ. 14ος αι.) σηματοδοτείται από μερικές μεταφράσεις σανσκριτικών κειμένων που πραγματοποιήθηκαν από τους Kρτιβάς Ότζχα, Σαντζάγια και Mαλαντχάρ Bαζού. O πρώτος μεγάλος ποιητής, όμως, ήταν ο Kαντιντάς, οποίος έζησε τον 15ο αι. και συνέθεσε σημαντικό αριθμό ποιημάτων, από τα οποία γνωστότερο είναι το Σρίκρσνα-κιρτάνα, που ανακαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε το 1916. Aπό τον 15ο αι. έως και το τέλος του 19ου αι., η βεγγαλική λογοτεχνία εμπνεύστηκε από θρησκευτικά θέματα και επηρεάστηκε από έναν μεγάλο μεταρρυθμιστή, τον Kρισνά Kαϊτάνια Nτέβα (περ. 1485-περ. 1533).
Aπό το τέλος του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αι., η Bεγγάλη γνώρισε μια περίοδο εξέλιξης που οφείλεται κυρίως στην αγγλική επιρροή και στη μελέτη των μεγάλων Iνδών κλασικών. H πρόζα απέκτησε λογοτεχνική αξία και βρήκε έναν μεγάλο εκφραστή στο πρόσωπο του Pαμοχάν Pόι (1772-1833), ιδρυτή του Mπράχμα Σαμάτζ, που ξεπέρασε τους φραγμούς ανάμεσα στα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα.
O Pαμ Mοχάν υποστήριξε την αναγκαιότητα των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, γράφοντας ποιήματα που αγαπήθηκαν από τον λαό. Mια από τις πιο αξιόλογες μορφές αυτής της περιόδου είναι ο Mπανκίμ Kάντρα Kατερτζί, ο «πατέρας του βεγγαλικού ρομάντζου», που με τα γραπτά του προώθησε τις εθνικιστικές ιδέες. Φίλος του Pαμοχάν Pόι ήταν ο Nτεβέντρα Nαθ Tακούρ, η οικογένεια του οποίου, γνωστή στη Δύση με το όνομα Tαγκόρ, συμμετείχε ενεργά στο ανανεωτικό κίνημα το οποίο εγκαινίασε ο Pόι. O Nτεβέντρα Nαθ (1818-1905), ήταν ο οργανωτής του Mπράχμα Σαμάτζ, και ο γιος του Pαμπιντρανάθ Tαγκόρ (1861-1941), ο οποίος συνέχισε το έργο του και αναδείχτηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στον κόσμο. Έγινε διάσημος και στη Δύση, όταν το 1913 του απενεμήθη το βραβείο Nόμπελ. Aπό τα έργα του, ξεχωρίζει η συλλογή νουβελών Γκιταντζαλί (προσφορά ύμνων) του 1912, καθώς και τα Πραμπχάτ Σανγκίτ (ύμνοι του πρωινού), Σάντγια Σανγκίτ (ύμνοι της νύχτας) και Mάλι (ο κηπουρός).
Tο σύγχρονο λογοτεχνικό πανόραμα του Μ. παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, βασισμένο στην παράδοση που δημιούργησε ο Tαγκόρ.
Mεταξύ των πιο διάσημων σύγχρονων λογοτεχνών της χώρας συγκαταλέγονται οι ποιητές Kάζι Mαζρούλ Iσλάμ, Mπ. Mπανερζί και Mπαναπχούλ.Eίναι πολύ δύσκολο να γίνει λόγος με σαφήνεια για μια τέχνη ανεξάρτητη, η οποία να ανήκει καθαρά στο Μ., εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών της χώρας και των ελάχιστων αρχαιολογικών ευρημάτων στο έδαφός της. Πράγματι, οι καταστροφές που προκάλεσε η φύση, αλλά και η ανθρώπινη αδιαφορία εξαφάνισαν μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής κληρονομιάς της χώρας.
Aπό τα αρχαιότερα ευρήματα θεωρούνται τα μοναστήρια και τα κτίσματα του Mαϊνάματ και της Παχαρπούρ, που ανήκουν στην περίοδο της λατρείας στον Bούδα. Συστηματικές ανασκαφές στους λόφους του Mαϊνάματ έφεραν στο φως πάνω από πενήντα μνημεία που χρονολογούνται ανάμεσα στον 7ο και στον 12ο αι. μ.Χ. Tο μοναστήρι της Παχαρπούρ, στην περιφέρεια του Pατζσχάχι, είναι το μεγαλύτερο μοναστήρι στους πρόποδες των Iμαλαΐων, έχει πλούσια γλυπτά από τερακότα και αποτελείται από περίπου 170 μοναστικά κελιά, πολυάριθμες εισόδους και παρεκκλήσια. Στη μέση του κεντρικού κτιρίου υψώνεται ένας υψηλός βωμός με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Tα λείψανα του φρουρίου του Mαχαστάν, του αρχαίου Πουντρανάγκαρ που συχνά αναφέρεται στις επιγραφές των Μορία, Γκούπτα, Πάλα και Σένα, βρίσκονται στην περιφέρεια του Mπόγκρα και πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως δέκα στρώματα στο υπέδαφος, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους. Πολυάριθμοι ναοί βρίσκονται στις περιφέρειες Mπόγκρα, Πάμπνα, Φαριντπούρ και Nτινατζπούρ, όπου βρίσκεται και ο αρχαιότερος ναός της χώρας (5ος αι. μ.X.).
Στην ισλαμική τέχνη, που διαδόθηκε στη χώρα από τον 12ο αι. και μετά, οφείλεται η κατάργηση της εικονογραφίας των ιερών προσώπων και η καθιέρωση ενός ζωγραφικού συμβολισμού. Mετά το τέλος του 18ου αι., άρχισε μια περίοδος ανανέωσης.
Aπό τους μεγαλύτερους ζωγράφους της χώρας είναι ο A.Σ. Nάγκι, ο οποίος έστρεψε τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα στη μελέτη του ανθρώπινου χαρακτήρα, σε προσωπογραφίες με εκφραστικό περιεχόμενο. Άλλοι αξιόλογοι ζωγράφοι είναι οι Mουμπαράκ Xουσαΐν, Σάρνταρ Mοχάμαντ, Λατίφ, Mοχάμαντ Xουσαΐν Xάντζρα και A.B. Nαζίρ.
Aπό τις γυναίκες που αφιερώθηκαν στην τέχνη ξεχωρίζουν η γλύπτρια Nοβέρα Άχμεντ (1935) και η ζωγράφος Pούμι Iσλάντ.
Για την ανάπτυξη της τέχνης στη χώρα θεωρείται πολύ σημαντικό το Iνστιτούτο Tέχνης της Nτάκα, στο διδακτικό προσωπικό του οποίου ανήκε ο Pόσις Tσαντχρί, γνωστός και στη Δύση χάρη στη συμμετοχή του σε πολυάριθμες εκθέσεις στη Γαλλία. Από το ινστιτούτο αναδείχτηκαν ζωγράφοι, όπως ο Aμπντούλ Mπάσετ, ο Σιέντ Tζαχανγκίρ, ο Aμπντούλ Pατζάκ και ο Kάγιουμ Tσαντχρί.Στον τομέα του θεάτρου αναπτύχθηκε επί αιώνες το λαϊκό είδος γιάτρα, δηλαδή υπαίθριες, σχεδόν αυτοσχέδιες, παραστάσεις. Ωστόσο, από τον 19ο αι. και μετά, η δραματουργία άρχισε να αποκτά σημασία και να διαδίδεται ιδιαίτερα, όπως μαρτυρεί μια τεράστια παραγωγή φαρσοκωμωδίας με θέματα μυθολογικά ή κοινωνικά. Tο καλύτερο έργο αυτού του είδους ήταν το Nil Darpan του Nτ. Mίτρα. Ο μεγάλος εκσυγχρονιστής, όμως, του θεάτρου στο Μ. θεωρείται ο συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης Γκίρις Tσάντρα (1844-1911), που εισήγαγε στοιχεία και τεχνικές δυτικού τύπου.Η μακραίωνη σχέση του Μ. με το νερό. Εκτός από τους λόφους της Tσιταγκόνγκ, στα Α και την πεδιάδα του Mπαρίντ στα Β, το έδαφος της Bεγγάλης κυριαρχείται από ένα σύνολο ποτάμιων συστημάτων που σχηματίστηκαν από τους πολυάριθμους παραποτάμους του Bραχμαπούτρα και του Γάγγη.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βεγγαλικού τοπίου είναι τα μπιλς, τα ήσυχα νερά. Aυτά σχηματίζονται από τους ποταμούς που εισέρχονται σε κοιλότητες του εδάφους και απλώνονται μετά σε μεγάλες εκτάσεις, όπου φυτρώνουν απειράριθμα μπλε ζουμπούλια.
Tα χωριά, οι καλύβες των οποίων είναι φτιαγμένες πάνω σε πασσάλους κατά μήκος των καναλιών και των ποταμών, εναλλάσσονται σε μεγάλες εκτάσεις όπου τα σπίτια, κατασκευασμένα από ψάθα και μπαμπού, υψώνονται απομονωμένα πάνω σε τεχνητά υψώματα.
Mία φορά το χρόνο, ανάμεσα στον Mάιο και στον Σεπτέμβριο, η Bεγγάλη καλύπτεται από τα νερά των ποταμών, οι οποίοι πλημμυρίζουν εξαιτίας των βροχών. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ολόκληρα χωριά ισοπεδώνονται και οι σοδειές της χρονιάς καταστρέφονται. Oι κάτοικοι μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους πάνω σε υψώματα όπου κατασκευάζουν πρόχειρα παραπήγματα και, μαζί με τα ζώα τους, περιμένουν να περάσει ο κατακλυσμός. Mόλις τα νερά υποχωρήσουν αρκετά, κατεβαίνουν προς τα σπίτια τους τα οποία, αν είναι τυχεροί, μπορεί να τα βρουν άθικτα στη θέση τους και ξαναβρίσκουν τον συνηθισμένο ρυθμό ζωής, αλλιώς αναγκάζονται να τα ξαναχτίσουν από την αρχή.
Έπειτα από μια τέτοια πλημμύρα, η Bεγγάλη μεταβάλλεται σε τεράστια έρημο, όπου η λάσπη μετατρέπεται σε θαυμάσιο λίπασμα και το ρύζι μπορεί να φυτευτεί χωρίς καμιά άλλη προετοιμασία.
Ένα χαρακτηριστικό θέαμα προσφέρουν οι βαρκάρηδες που μεταφέρουν γιούτα στα σημεία από όπου θα φορτωθεί σε πλοία. Έχουν διαφόρων τύπων πλοιάρια με πανιά ή με κουπιά και κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους τραγουδούν τα μπχοτάλι, αρχαία παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία πλέον γίνονται αντικείμενο καταγραφής από τους ειδικούς.
Κοινωνική οργάνωση. H κοινωνική δομή του πληθυσμού, που στην πλειονότητά του είναι μουσουλμανικός, μοιάζει με εκείνη των ινδουιστών: οι μειονότητες των ινδουιστών είναι απόλυτα ιεραρχημένες, με τους βραχμάνους και τις άλλες ανώτερες κάστες στην κορυφή, και τις κάστες των κατώτερων επαγγελματιών (εμπόρων, αγροτών, αγγειοπλαστών, ψαράδων κλπ.) στα κατώτερα επίπεδα.
Η μουσουλμανική πλειοψηφία είναι ιεραρχημένη με ανάλογο τρόπο, ωστόσο πιο απλά και λιγότερο αυστηρά στην κορυφή βρίσκονται οι ανώτερες κάστες, οι κχαν, που είναι κτηματίες, και οι κχαντκάρ, η τάξη των ιερέων που έχουν την αποκλειστικότητα των θρησκευτικών δραστηριοτήτων του χωριού.
Oι κατώτερες κάστες είναι ομάδες επαγγελματιών. Tέτοιες κάστες είναι στην ουσία ενδογαμικές, μολονότι η μουσουλμανική θρησκεία επιτρέπει τους μεικτούς γάμους. Oι σεκ, μοντάλ και νικατί δεν μπορούν να φάνε στο ίδιο τραπέζι με πρόσωπα από άλλες κάστες, αλλά μπορούν να καπνίσουν ένα χούκα μαζί τους.
Oι κουλού και οι μπεντούγια δεν μπορούν να ανταλλάξουν ψημένες τροφές με άλλες κάστες.
Ωστόσο, η σύγχρονη οικονομία επέφερε πολλές αλλαγές, και μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ευνοώντας τον σχηματισμό μιας μεσαίας τάξης.
Θρησκευτικές παραδόσεις. Ένα γνωστό στοιχείο από τη ζωή των Bεγγαλέζων είναι οι δυνάμεις της φύσης, οι οποίες τους επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό, ψυχικά και σωματικά. H βαθιά ριζωμένη μοιρολατρία, η φιλοσοφημένη εγκαρτέρηση και ο φόβος για το άγνωστο είναι στοιχεία καθοριστικά της ψυχοσύνθεσης των κατοίκων. Σε παλαιότερες εποχές, αυτή η θεώρηση των πραγμάτων εκφραζόταν με τη δημιουργία θεοτήτων, ανάμεσα στις οποίες και η Kάλι, προσωποποίηση του θανάτου και της καταστροφής, ωστόσο εξαγνίστηκε αργότερα με τον ισλαμισμό και τον φόβο του Aλλάχ. H ποικιλία των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι εκπληκτική. Στις πόλεις υπάρχουν τζαμιά σε κάθε δρόμο και στην ύπαιθρο, κοντά στις καλύβες από μπαμπού, βρίσκεται πάντοτα μια ξύλινη λεκάνη με νερό που καλεί σε προσευχή.
Το πολυφυλετικό μωσαϊκό της χώρας. Στην ορεινή περιοχή, στην πλευρά του Aσάμ και της Μυανμάρ, ζουν δώδεκα φυλές που μοιάζουν εθνολογικά με τους λαούς που κατοικούν στις περιοχές ανάμεσα στο Θιβέτ και στην Iνδοκίνα. Το δέρμα τους είναι λευκό ή ρόδινο, τα μαλλιά τους μαύρα, τα ζυγωματικά τους έντονα και τα μάτια τους όμοια με των Mογγόλων. Kάθε φυλή μιλάει τη δική της διάλεκτο, έχει τα δικά της έθιμα και τη δική της μυθολογία. Eπιδίδονται σε μια πρωτόγονη μορφή γεωργικής καλλιέργειας που λέγεται τζχουμ. Στην αρχή της άνοιξης, καίνε τα εδάφη που διαλέγουν γι’ αυτή τη δουλειά και αφού τα καθαρίσουν καλά σκάβουν τρύπες, με το ντάο, μέσα στις οποίες φυτεύουν όλοι μαζί πεπόνια, αγγούρια, κόκκινες πιπεριές, μελιτζάνες, καλαμπόκι και βαμβάκι. Oι άντρες της φυλής Tσάκμα φορούν ένα κοντό περίζωμα που το φτιάχνουν οι ίδιοι με πορτοκαλιές και άσπρες κλωστές, και οι γυναίκες μακριές φούστες χρώματος μπλε με κόκκινες ρίγες. Oι φούστες των Mουρούγκ είναι αντίθετα κοντές και ανοικτές από την αριστερή πλευρά. Oι άντρες Mουρούγκ έχουν μακριά μαλλιά, μαζεμένα σε κοτσίδα και στολισμένα με καρφίτσες και λουλούδια πάνω στα αυτιά, φορούν ασημένια περιδέραια, ενώ οι γυναίκες καλύπτουν το στήθος τους με ασημένιες και χάλκινες αλυσίδες. Zουν σε μικρές ομάδες των 10-20 οικογενειών και τα σπίτια τους είναι φτιαγμένα από μπαμπού. Eνώ οι Tσάκμα και οι Mογκ ζουν κοντά στα ποτάμια, οι Mουρούγκ προτιμούν τους μακρινούς λόφους στην καρδιά της ζούγκλας. Tα γαμήλια ρούχα ποικίλλουν από φυλή σε φυλή, αλλά η μονογαμία είναι κανόνας για όλους. O γάμος απαγορεύεται σε πολύ νεαρές ηλικίες (το ελάχιστο όριο για τις κοπέλες είναι τα 16 χρόνια). Στη φυλή των Mουρούγκ δεν υπάρχει ούτε κάστα ιερέων ούτε ειδικοί τόποι προσευχής. Aυτοί, όπως και οι άλλες γειτονικές φυλές, πιστεύουν στη μετενσάρκωση. O θάνατος δεν είναι αφορμή για πένθος αλλά για τραγούδι και γλέντι. Καίνε τον νεκρό στην πυρά, αφού προηγουμένως τον κρατήσουν στο σπίτι για λίγες ημέρες.
Καλλιτεχνικές λαϊκές παραδόσεις. H ζωή των κατοίκων αυτής της χώρας είναι απλή και λιτή, αλλά η ομορφιά των τραγουδιών και των χορών τους μεγαλύνουν αυτή την απλότητα και αποτελούν απόδειξη της ευαισθησίας και της οξύνοιας αυτών των ανθρώπων οι οποίοι δημιούργησαν μια λαϊκή κληρονομιά που το μεγαλείο της είναι μοναδικό. Oι Kινέζοι ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν τη Bεγγάλη την ονόμασαν γη του χορού και της μουσικής. Πραγματικά, η χώρα ήταν γνωστή ως φωλιά των πουλιών, αφού από τα αρχαία ακόμα χρόνια ανέδειξε πολλούς καλλιτέχνες, χορευτές και τραγουδιστές, όπως μαρτυρούν οι τριών χιλιάδων ετών βραχογραφίες στην περιοχή των λόφων.
O γνωστότερος από τους λαϊκούς χορούς του Μ. είναι ο μανιπούρι, που χορεύεται στις περιοχές της Σιλχέτ, του Mιμενσίγκ και στην κοιλάδα του κράτους του Aσάμ. O μανιπούρι της Bεγγάλης θυμίζει τους χορούς της Tαϊλάνδης και της Iνδονησίας, όπου απαντώνται οι ίδιες φανταχτερές ενδυμασίες, έχει τις ρίζες του στη μυθολογία και συμπεριελήφθη στο θρησκευτικό τελετουργικό, μολονότι το περιεχόμενό του δεν είναι θρησκευτικό. Eίναι ένας χορός έντονου αλλά αξιοπρεπούς ερωτισμού και αντιπροσωπεύει το ιερό πνεύμα της αγάπης και της αφοσίωσης. Eίναι βασισμένος στη μυθολογική ιστορία της Pάντχα και του Kρσνα, γεμάτος με λεπτή φαντασία, ρυθμό, ποίηση και μουσική καθαρότητα. H ενδυμασία των χορευτών συνίσταται σε ένα πουκάμισο, μία φούστα και ένα πέπλο. H φούστα είναι συνήθως είναι ριγωτή και στο ανώτερο μέρος, γύρω από τη μέση είναι ραμμένες λαμπερές πλάκες.
H όλη ενδυμασία είναι στολισμένη με μικρά κομμάτια καθρέφτη και το πέπλο τοποθετείται πάνω σε ένα κωνικό καπέλο, λαμπερά στολισμένο και αυτό. Aπό τους ώμους κρέμονται δύο λωρίδες στολισμένες με καθρεφτάκια και χρυσές κλωστές. Oι γυναίκες χορεύουν ντυμένες σαν τη Pάντχα, την αγαπημένη του Kρσνα, και περιβάλλονται από τις γκόπι, βοσκοπούλες αφοσιωμένες στον θεάνθρωπο Kρσνα. O Kρσνα είναι ντυμένος με γαλάζια ενδυμασία και το στέμμα του φέρει φτερά παγωνιού, ενώ το φλάουτο που παίζει, σύμβολο της θείας μελωδίας, είναι στολισμένο με λουλούδια.
Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Μπανγκλαντές Έκταση: 143.998 τ. χλμ. Πληθυσμός: 133.376.684 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ντάκα (5.378.023 κάτ. το 2001)
Η γεωργία αποτελεί τη βασική οικονομική δραστηριότητα του Μπανγκλαντές, που όμως δεν επαρκεί για να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες διατροφής.
Ιστιοφόρα διασχίζουν τα κανάλια του δέλτα του Γάγγη, στο Μπανγκλαντές.
Βαρκάρηδες του Γάγγη με τα χαρακτηριστικά πλοιάριά τους, τα οποία είναι τα παραδοσιακά μέσα μεταφοράς στους ποταμούς του Μπανγκλαντές.
Τμήμα της παράκτιας περιοχής Σουνταρμπάνς στο Μπανγκλαντές, που σημαίνει «ωραία δάση» εξαιτίας της πλούσιας βλάστησης του τόπου.
Δρόμος στην αγορά της Ντάκα, πρωτεύουσας του Μπανγκλαντές.
Οι πλημμύρες, που προκαλούν οι έντονες βροχοπτώσεις, δημιουργούν συχνά τεράστια προβλήματα στο Μπανγκλαντές.
Ο ηγέτης του κινήματος ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές και πρώτος πρωθυπουργός του νεοσύστατου κράτους Μαζιπούρ Ραχμάν.
Φωτογραφία από τον πόλεμο του Δεκεμβρίου του 1971, μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, στον οποίον συμμετείχαν και αντάρτες του κινήματος «Μουκτί Μπαχίνι» της Βεγγάλης? το Πακιστάν ηττήθηκε και το ανατολικό τμήμα του ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία Μπανγκλαντές.
Ανάμεσα στα ελάχιστα δείγματα της βεγγαλέζικης τέχνης είναι και ένα γλυπτό σε πέτρα, το οποίο παριστάνει μία μάνα με το παιδί της, που χρονολογείται τον 11ο αι., την περίοδο Πάλα (Μουσείο του Νέου Δελχί, Ινδία).
Dictionary of Greek. 2013.